ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διπλότυπα | doubles |
| φάσμα διπλής όψης | double-sided spectrum |
| διπλή γλώσσα (η) | doublespeak |
| Ζεύγος (το) | doublet |
| Ζεύγος (το) | doublet |
| διπλή γλώσσα (η) | doubletalk |
| φίλτρο του διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού δείκτη (το) | doubly filled COMP filter |
| περιορισμός διπλού συμπληρωματικού | doubly filled filter |
| φίλτρο διπλά πεπληρωμένου συμπληρωματικού | doubly filled filter |
| βέλος προς τα κάτω (το) | down arrow |