ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Βαθμός1 (ο), διαβαθμιστικός-ή-ό | degree |
| τροποποιητής βαθμού (ο) | degree modifier |
| βαθμός επέκτασης (ο) | degree of extension |
| βαθμός ιδιότητας μέλους (ο) | degree of membership |
| βαθμός στενώματος (ο) | degree of stricture |
| πτυχία στη λεξικογραφία (τα) | degrees in lexicography |
| βαθμοί σύγκρισης | degrees of comparison |
| σύμβολο μακρότητας στα γερμανικά | Dehnungs-h |
| δεικτικός-ή-ό | deictic |
| δεικτικό (το) | deictic |