ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κόρπους της Αγγλικής των Επιχειρήσεων του Γούλβερχαμπτον (το) | Wolverhampton Business English Corpus (WBE) |
(σημασιολογική) λέξη (η) | word |
όρος (ο) | word |
λέξη (η), όρος (ο) | word |
τόνος λέξης (ο) | word accent |
Λεξικός τόνος (ο) | word accent |
λέξη και παράδειγμα | word and paradigm |
συσχετισμός λέξεων | word association |
Λεξική σύνδεση (η), λεξικός συνειρμός (ο) | word association |
λεξικός/εννοιακός συνειρμός, λεξική / εννοιακή σύνδεση (o/η) | word association / sense association |