ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| χρονόλεκτος (η) | chronolect |
| χρονολογικό λεξικό (το) | chronological dictionary |
| χρονολογική σειρά (η) | chronological order |
| χρονολόγηση (η) | chronology |
| χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) | currency label |
| χρονοδρομολογώ | schedule |
| χρονοδρομολογητής | scheduler |
| χρονικός χαρακτηρισμός (ο), χρονικό επίσημα (το) | temporal label |
| χρόνος (γραμματικός/ρηματικός) | tense (tns, TNS) |
| χρονοργάνωση (η) | timing |