ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
Φριζική (η) (γλώσσα) Frisian
Φρέιμνετ (το) Framenet
φωνοσυντονισμός (ο) formant
φορμαλιστικός,-ή,-ό formalist
φορμαλισμός (ο) formalism
Φεροϊκή (η) (γλώσσα) FO
Φλορέστα Συντά(κ)τικα (το) Floresta Sintá(c)tica
Φλαμανδική (η) (γλώσσα) Flemish
Φίτζι FJ
φαινόμενο "φις" (fis) (το) fis phenomenon