ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σχηματίζομαι αναλογικά | Be levelled |
σχηματικό διάγραμμα (το) | box diagram |
σχηματισμός εννοιών (ο) | concept formation |
σχηματίζω | form |
σχηματισμός (ο) | formation |
σχηματισμός λέξεων (ο) | formazione delle parole |
σχηματισμός λεξιπλασίας (ο) | nonce formation |
σχηματισμός ερωτήσεων | Questions formation |
σχηματισμός λέξης (ο) | word formation |
Σχηματισμός λέξης (ο) | word-formation |