ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| σχετικός,-ή,-ό με το δράστη | agentive | 
| σχήμα ασύνδετο (το) | asyndeton | 
| σχετικός,-ή,-ό / μη-αμιγής, -ές | impure | 
| σχήμα διαδρομής (το) | path schema | 
| σχήμα (το) | pattern | 
| σχετικότητα (η) | relativity | 
| Σχετικότητα | relativity | 
| σχετικοτητα/ντετερμινισμός | relativity/determinism | 
| σχετικότητα | relativity/determinism | 
| σχετιστής (ο) | relator |