ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συλλογικό Διεθνές Λεξικό της Αγγλικής (το) Collaborative International Dictionary of English (CIDE)
συλλογή δεδομένων (η) collecting data
συλλογικός-ή-ό collective
συλλογή (η) compilation
συλλογή δεδομένων data acquisition 
συλλογή δεδομένων (η) data collection
συλλογή δεδομένων (η) data gathering
συλλογή λεξικών (η) dictionary collection
συλλογή ορολογικών δεδομένων terminological data collection
σύλληψη κειμένων (η) text capture