ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σκοτεινό πλευρικό dark lateral
σκληρό σύμφωνο (το) hard consonant
σκληρός ουρανίσκος (ο) hard palate
Σκληρό σημάδι (το) hard sign
σκοτικα γαελικα Scottish Gaelic
Σκραμπλ (το) Scrabble
σκιώδης αντωνυμία (η) shadow pronoun
σκελετικός άξονας (ο) skeletal tier
σκελετός (ο) σκελετικό επίπεδο (το) skeleton
σκέπτεσθαι με σκοπό το ομιλείν (το), σκέψη με σκοπό την ομιλία (η) thinking for speaking