ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ρόλος του συμμετέχοντος (ο) participant role
Ρόλος του συμμετέχοντος (ο) participant role
ρύθμιση παραμέτρων (η) parameter setting
ρουθούνια (τα) nostrils
ρυθμιστική γραμματική (η) normative grammar
ρήματα μη-γέφυρα (τα) non-bridge verbs
ρινικοποίηση (η) nazalization
ρινικοποιημένος-η-ο nasalized
Ρινικοποιώ Nasalize
ρινικοποίηση (η) nasalization