ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
Ρόλος του συμμετέχοντος (ο) | participant role |
ρύθμιση παραμέτρων (η) | parameter setting |
ρουθούνια (τα) | nostrils |
ρυθμιστική γραμματική (η) | normative grammar |
ρήματα μη-γέφυρα (τα) | non-bridge verbs |
ρινικοποίηση (η) | nazalization |
ρινικοποιημένος-η-ο | nasalized |
Ρινικοποιώ | Nasalize |
ρινικοποίηση (η) | nasalization |