ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

185 results
Greek Term English Term
ρινικότητα (η) nasality
ρινικός,-ή,-ό nasal
ρινικός (ρινικοποιημένος) φθόγγος (ο) nasal (nasalized) sound
Ρινικοποιώ Nasalize
ρινικοποίηση (η)/ ερρινοποίηση (η) nasalisation
ρινικοποίηση (η) nazalization
ρινικοποίηση (η) nasalization
ρινικοποιημένος,-η,-ο, nasalised
ρινικοποιημένος-η-ο nasalized
ρινικό χαρακτηριστικό (το) nasal feature