ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
παραλήπτης (λόγου) (ο, η) addressee
παράλειψη επιπέδου(η) level-skipping
παραλέξημα (το) paralexeme
παράλληλα κείμενα (τα) parallel texts
παραλήγουσα (η) penultimate
παραλλαγή θέσης (η) positional variant
παράλειψη του εμφανούς Υποκειμένου(η) pro-drop
παράλειψη του γραμματικού υποκειμένου (η) pro-drop
παραληπτικός σχεδιασμός (ο) recipient design
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό variant