ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παραλήπτης (λόγου) (ο, η) | addressee |
παράλειψη επιπέδου(η) | level-skipping |
παραλέξημα (το) | paralexeme |
παράλληλα κείμενα (τα) | parallel texts |
παραλήγουσα (η) | penultimate |
παραλλαγή θέσης (η) | positional variant |
παράλειψη του εμφανούς Υποκειμένου(η) | pro-drop |
παράλειψη του γραμματικού υποκειμένου (η) | pro-drop |
παραληπτικός σχεδιασμός (ο) | recipient design |
παραλλαγή (η) / μεταβλητός-ή-ό | variant |