ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρακελευσματικός,-ή,-ό | hortative |
παρακελευσματική πρόταση (η) | hortative clause |
παρακελευσματικό μόριο (το) | hortative particle |
παραλαλία (η) | paralalia |
παρακείμενος (ο) | perfect |
παρακείμενος α΄ | present perfect |
παρακείμενος,ο | present perfect |
παράκαμψη πεδίου-στόχου (η) | target domain override |
παράθυρο | window |
παράθυρο προσοχής (το) | window of attention |