ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προσθετική δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση (η) additive bilingual education
προσθετικός-ή-ό additive
πρόσθετο κλειδί ταξινόμησης (το) additional sortkey
προσθήκη (η) addendum
προσαρμοστική διαφορική παλμοκωδική διαμόρφωση (η) adaptive differential pulse code modulation
προσαρμοστικός,-ή,-ό adaptive
προσαρμογή (η) adaptation
προσαρμόσιμος,-η,-ο adaptable
πρόβλημα της ενεργοποίησης (το) actuation problem
πραγματικές έναντι πιθανών λέξεις (οι) actual v. potential words