ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προ-προτελευταίος-α-ο | antepenultimate |
| Προ-σύνδεσμος (ο), Σύνδεδεμένο μέρος (το) | conjunct |
| προ-σύνδεσμος (ο) | conjunctive / conjuncts |
| προαιρετική ποικιλία, ελεύθερη ποικιλία (η) | facultative variation |
| προαιρετικό χαρακτηριστικό (το) | optional feature |
| προαιρετικός κανόνας (ο) | optional rule |
| Πρό-θημα (το) | p-fix |
| προ-κεφαλή (η) | pre-head |
| προ-κεφαλή (η) | pre-head |
| προ-ρήμα | proverb |