ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πράξη (η) action
Πρακτορείο Κατανομής Αξιολογήσεων και Γλωσσικών Πόρων (το) Evaluations and Language Resources Distribution Agency (ELDA)
πράξη απειλητική για το πρόσωπο face threatening act
Πράκριτ (η) (γλώσσα) Prakrit
πραγμάτωση (η) realisation
πραγμάτωση (η) realization
πραγματωσιακή γραμματική (η) realization grammar
πραγματωσιακός-ή-ό realizational
πραγματωσιακή ανάλυση (η) realizational analysis
πραγμάτωση (η), πραγμοποίηση (η) reification