ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term | 
|---|---|
| πραγματολογική γλωσσολογία (η) | pragmalinguistics | 
| πραγματολογικές επιλογές (οι) | pragmatic choices | 
| πραγματολογική (γλωσσική) ικανότητα (η) | pragmatic competence | 
| πραγματολογική ικανότητα (η) | pragmatic competence | 
| πραγματολογική σύνδεση (η) | pragmatic connection | 
| πραγματολογική πληροφορία (η) | pragmatic information | 
| πραγματολογικά μόρια (τα) | pragmatic particles | 
| πραγματολογική σχέση (η) | pragmatic relation | 
| πραγματολογική ισχυροποίηση (η) | pragmatic strengthening | 
| πραγματολογική (γλωσσική) ικανότητα (η) | pragmatics competence |