ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προαιρετικός,-ή,-ό optional
προαιρετικός μετασχηματισμός (ο) optional transformation
προαιρετικότητα (η) optionality
προαπαιτούμενα (τα) prerequisites
προβαλλόμενη σχέση (η) profiled relationship
προβάλλω project
προβάλλομαι project
προβεβλημένη δείξη (η) projected deixis
προβεβλημένη πραγματικότητα (η) projected reality
προβάλλω projection