ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| προαιρετικός,-ή,-ό | optional |
| προαιρετικός μετασχηματισμός (ο) | optional transformation |
| προαιρετικότητα (η) | optionality |
| προαπαιτούμενα (τα) | prerequisites |
| προβαλλόμενη σχέση (η) | profiled relationship |
| προβάλλω | project |
| προβάλλομαι | project |
| προβεβλημένη δείξη (η) | projected deixis |
| προβεβλημένη πραγματικότητα (η) | projected reality |
| προβάλλω | projection |