ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
πρόσβαση (η) access
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο accessible
προσαρτώ adjoin
προσαρτώ κατά Chomsky Chomsky-adjoin
προσάρτηση σε θυγατρικό κόμβο (η) daughter adjunction
πρόσβαση πληροφοριών (η) information access
προσβάλλω, προσβολή (η) insult
προσαρτώ σε αδελφικό κόμβο sister-adjoin
προσάρτηση στοιχείων σε αδελφικό κόμβο (η) sister-adjoin
προσάρτηση σε αδελφικό κόμβο (η) sister-adjunction