ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πρόσβαση (η) | access |
προσβάσιμος-η-ο, προσπελάσιμος,-η,-ο | accessible |
προσαρτώ | adjoin |
προσαρτώ κατά Chomsky | Chomsky-adjoin |
προσάρτηση σε θυγατρικό κόμβο (η) | daughter adjunction |
πρόσβαση πληροφοριών (η) | information access |
προσβάλλω, προσβολή (η) | insult |
προσαρτώ σε αδελφικό κόμβο | sister-adjoin |
προσάρτηση στοιχείων σε αδελφικό κόμβο (η) | sister-adjoin |
προσάρτηση σε αδελφικό κόμβο (η) | sister-adjunction |