ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1763 results
Greek Term English Term
προραχιαίος,-α,-ό laminal / laminar
προραχιαίοι φθόγγοι (οι) laminal sounds
προραχιαίος,-α,-ο laminar
προραχιαιο- lamino-
προραχιαιο­φατνιακός,-ή,-ό lamino-alveolar
προραχιαιοδοντικός-ή-ό lamino-dental
προραχιαιοδοντικός-ή-ό lamino-dental
προραχιαιο-ουρανικός,-ή,-ό lamino-palatal
προραχιαιο-ουρανο-φατνιακό,-ή,-ό lamino-post-alveolar
προραχιαίο ουρανικό (το) pre-dorsal palatal