ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ουδέτερο στοιχείο (το) identity element for addition
ουδέτερο (το) neuter, n, neut, NEUT
ουδέτερο γένος (το) neuter, n, neut, NEUT
ουδέτερη φρασεολογία (η) neutral phrasing
ουδέτερο φωνήεν (το) neutral vowel
ουδετεροποίηση (η) neutralisation
ουδετεροποίηση (η) neutralization
ουδετεροποιημένη αντίθεση (η) neutralized opposition
ουδετεροποίηση πληθυντικού (η) plurality neutralization
ουδετεροποίηση της θέσης (η) positional neutralization