ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
Ουαλλικά CY
οστάριο μέσου αυτιού (το) middle ear ossicle
οσκική-ουμβρική (η) Oscan-Umbrian
οστεώδες σπειροειδές έλασμα (το) osseous spiral lamina
Οσσετική (η) (γλώσσα) ossete
Όστυακ (η) (γλώσσα) Ostyak
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) Oto-Mangue
Οτομανγκουεϊκή (η) (γλώσσα) Otomanguean
Οτόμι (η) (γλώσσα) Otomi
Ουαλλικά Welsh