Αγγλικός Όρος
neuter, n, neut, NEUT
Πηγές
Trask (1993)
Routledge Dictionary of Language and Linguistics (1996)
Προτεινόμενοι Ελληνικοί Όροι
Όρος
ουδέτερο (το)
Πηγή
Crystal (2003)
Όρος
ουδέτερο γένος (το)
Πηγή
Μπαμπινιώτης

feedback