ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μονοπαλλόμενος,-η,-ο flap
Μονοπαλλόμενος-η-ο, ακαριαία παλλόμενος-η-ο flap
μονοπαλλόμενος,-η,-ο flapped
μονοπάτι (το) path
μονοπάτι της αλλαγής (το) pathway of change
μονόπλεγμα/απλόπλεγμα (το), απλή λέξη (η) simplex
μονοπλεγματικό/απλοπλεγματικό δίκτυο (το) simplex network
μονοπαλλόμενος tap
μονοπλευρική (άρθρωση)(η) unilateral (articulation)
μονοπλευρική συνεπαγωγή (η) unilateral implication