ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μονοκατευθυντικά δίγλωσσα λεξικά (τα) | mono- / unidirectional dictionaries |
μονόγλωσσο λεξικό (το) | monoglot dictionary |
μονόγλωσσος,-η,-ο | monolingual |
μονόγλωσσο λεξικό (το) | monolingual dictionary |
μονόγλωσσος θησαυρός (ο) | monolingual thesaurus |
μονοδιάστατη αντίθεση (η) | one-dimensional opposition |
μονοθέσια κατηγορήματα (τα) | one-place verbs |
μονοκατευθυντικό λεξικό (το) | unidirectional dictionary |
μονοκατευθυντική κατανόηση (η) | unidirectional intelligibility |
μονόγλωσσο λεξικό (το) | unilingual dictionary |