ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μικρό/πεζό γράμμα (το) lower case
μικρογλωσσολογικός,-ή,-ό microlinguistic
μικρογλωσσικός,-ή,-ό microlinguistic
μικρογλωσσία (η) microlinguistics
μικροέννοια (η) microsense / micro-sense
μικροδεξιότητες (οι) micro-skills
μικροδομή (η) microstructure
μικροδιδασκαλία (η) microteaching
μικροθησαυρός (ο) microthesaurus
μικροδεξιότητες (οι), επιμέρους δεξιότητες (οι) part skills