ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μιμητικός,-ή,-ό mimetic
μιμητικό σχήμα (το) mimetic schema
Μιν (η) (διάλεκτος) Min
μίνι λεξικά (τα) mini dictionaries
μινιμαλισμός (ο) minimalism
μινιμαλιστικό πρόγραμμα (ΜΠ) (το) minimalist program (MP)
μίμηση προτύπου (η) modelling
μιμόγλωσσα (η) paralanguage
μίμηση αντιστροφής ρόλων (η) role reversal imitation
μίμηση φωνής voice mimic