ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μίμηση (η) imitation
μικροφόρμα (η) microform
μικρομορφή (η) microform
μικρολειτουργία (η) micro-function
μικρόφωνο (το) microphone
μικροπροσωδία microprosody
μικροσκοπικός,-ή,-ό microscopic
Μικροκοινωνιογλωσσολογία (η) microsociolinguistics
Μικροκοινωνιογλωσσολογία (η) micro-sociolinguistics
μίμηση (η) mimesis