ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μανδαλωμένες συνεισφορές (οι) | latched turns |
Μαμπανική (η) (γλώσσα) | Maban |
Μαλτέζικα (τα) | Maltese |
Μαμ (η) (γλώσσα) | Mam |
Μανδαρινική (η) (γλώσσα) | Mandarin |
Μάντε (η) (γλώσσα) | Mande |
Μανιχαϊκή (γραφή) (η) | Manichean |
Μάνσι (η) (γλώσσα) | Mansi |
Μανξ (η) (γλώσσα) | Manx |
Μαλτέζικα (τα) | MT |