ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ | derivational |
| μορφική εκπροσώπηση (η) | exponence |
| μορφικός εκπρόσωπος (ο) | exponent |
| μορφημικός εναλλάκτης (ο) | morphemic alternant |
| μορφημικός εναλλάκτης (ο) | Morphemic alternant |
| μορφημικός εναλλάκτης (ο) | morphemic variant |
| μορφημική παραλλαγή (η) | morphemic variant |
| μορφολογία (η) | morphemics |
| μορφολεξικός κανόνας (ο) | morpholexical rule |
| μορφολογία (η) | morphology |