ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μορφολογικός,-ή,-ό | morphological |
| μορφολογικός αναλυτής (ο) | morphological analyser |
| μορφολογικός καθορισμός (ο) | morphological conditioning |
| μορφολογικό συστατικό (το) | morphological constituent |
| μορφολογικό χαρακτηριστικό (το) | morphological feature |
| μορφολογικός αναλυτής (ο) | morphological parser |
| μορφολογικός πλούτος (ο) | morphological richness |
| μορφολογικοί κανόνες (οι) | morphological rules |
| μορφολογοποίηση (η) | morphologization |
| μορφοσυντακτική κατηγορία (η) | morphosyntactic category |