ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μεταβιβαστικό ρήμα (το) | causative verb |
μεταβλητή (η) | functive |
μεταβλητή συμβολισμού (η) | notational variant |
μεταβιβαστικό ρήμα | transfer verb |
μεταβιβασμένη έννοια (η) | transferred sense |
μεταβλητή (η) / μεταβλητός-ή-ό | variable |
μεταβλητή ενσωμάτωση (η) | variable embodiment |
μεταβλητές γλωσσικές | variable linguistics |
μεταβλητές | variable linguistics |
μεταβλητή λέξη (η) | variable word |