ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξικογραφία θησαυρών (η) | thesaurus lexicography |
λεξικογραφία θεάτρου (η) | theatre lexicography |
λεξικογραφία συγκεκριμένου κειμένου (η) | text-specific lexicography |
λεξικό συγκεκριμένου κειμένου (το) | text-specific dictionary |
λεξικογραφία κειμένου (η) | text lexicography |
λεξικογραφία ορολογίας | terminography |
λεξικογράφος ορολογίας (ο) | terminographer |
λήξη (η) | termination |
λίστα όρων (η) | term list |
λεπτός,-ή,-ό, ισχνός,-ή,-ό | tenuis |