ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξικό για εξειδικευμένους σκοπούς (το), εξειδικευμένο λεξικό (το) | special-purpose dictionary |
λεξικογραφία για εξειδικευμένους σκοπούς (η), εξειδικευμένη λεξικογραφία (η) | special-purpose lexicography |
λεκτικός-ή-ό | speech |
λόγος | speech |
λόγος | speech and language |
λογοθεραπευτής (ο), λογοπεδικός (ο) | speech and language therapist / speech therapist |
λάθος ομιλίας | speech error |
λεκτικό παιχνίδι | speech play |
λογοθεραπεία (η) | speech therapy |
λεξικό θεμάτων (το) | stem dictionary |