ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξικό με τη βοήθεια υπολογιστή (το)/ ηλεκτρονικό λεξικό (το) | computer-assisted dictionary |
λεξικό ξένων μαθητών (το) | foreign learner’s dictionary |
λεξικό μικρού μεγέθους (το) | gem dictionary |
λεξικό μόρφημα (το) | lexical morpheme |
λεξικό ονομάτων (το), ονομαστικό λεξικό (το) | name dictionary |
λεξικό μερών του λόγου (το) | part-of-speech dictionary |
λεξικό νοηματικής γλώσσας (το) | sign dictionary |
λεξικό μεταφοράς/μεταβίβασης (το) | transfer dictionary |
λεξικό μέρους του λόγου (το) | word-class dictionary |
λεξικό μονών χαρακτήρων (το) | zìdi˘an |