ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κακοέπεια (η) cacoepy
κακομεταχειρίζομαι abuse
κακομεταχείριση (η) abuse
κακοφωνία (η) cacophony
Κακτσικέλ (η) (γλώσσα) Kakchiquel
κακώσεις (οι) lesions
Καλενζίν (η) (γλώσσα) Kalenjin
Καλιφορνέζικα (τα) Californian
καλλιγραφία (η) calligraphy
καλυμμένο γόητρο covert prestige