ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κοινή ένδειξη (η) common cue
κοινή ιδιότητα (η) common property
κοινή Ιταλική (η) Italiano standard
κοινή ανωμαλία (η) shared aberrancy
κοινή συγκράτηση (η) shared retention
Κοινή Μέση Ευρωπαϊκή (η) (γλώσσα) Standard Average European
κοινή/πρότυπη Βρετανική Αγγλική (η) (γλώσσα) standard British English
κοινή/πρότυπη/καθιερωμένη γλώσσα (η) standard language
Κοινή/Πρότυπη Σκοτική Αγγλική (η) (γλώσσα) Standard Scottish English (SSE)
Κοινή/Πρότυπη Νότια Βρετανική Αγγλική (η) Standard Southern British English (SSBE)