ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κοινοτική Γλωσσική Εκμάθηση (η) CLL
κοινός,-ή,-ό common
κοινός πυρήνας (ο) common core
κοινός τόπος (ο) common ground
κοινός δείκτης αναφοράς (ο) common referential indices
κοινός πυρήνας (ο) commoncore
Κοινοπραξία Λεξικής Έρευνας (η) Consortium for Lexical Research (CLR)
Κοινότητα Ανοιχτών Γλωσσικών Αρχείων (η) Open Language Archives Community (OLAC)
κοινός νεωτερισμός (ο) shared innovation
κοινός τόπος σύγκρισης (ο) tertium comparationis