ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κοιλότητα (η) | cavity |
Κοαχουιλτεκική (η) (γλώσσα) | Coahuiltecan |
κοίλος,-η,-ο | groove |
κοιλωμένος-η-ο | hollowed / grooved |
ΚλΦ (Κλιτική Φράση) | IP (Inflection Phrase) |
κοιλάδα κύματος | trough |
κοίλο κύματος (το) | valley |
κοιλάδα κύματος | valley |
κοίλο κύματος (το) | valley |
κοιλιακός-ή-ό | ventricular |