ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κοιλότητα (η) cavity
Κοαχουιλτεκική (η) (γλώσσα) Coahuiltecan
κοίλος,-η,-ο groove
κοιλωμένος-η-ο hollowed / grooved
ΚλΦ (Κλιτική Φράση) IP (Inflection Phrase)
κοιλάδα κύματος trough
κοίλο κύματος (το) valley
κοιλάδα κύματος valley
κοίλο κύματος (το) valley
κοιλιακός-ή-ό ventricular