ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κλιτικό (το) clitic
Κλιτικό (το), κλιτικός-ή-ό clitic (ΙNFL, I)
κλιτικό υποκείμενο (το) clitic subject
κλιτικοποίηση (η) cliticisation
κλιτικό επίθημα (το) flexive
Κλιτική φράση (η) Inflection phrase (IP)
κλιτικό πρόσφυμα (το) inflectional affix
κλιτική τάξη (η) inflectional class
κλιτικό στοιχείο (το) inflectional element
κλιτικό μόρφημα (το) inflectional morpheme