ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κοίλωση | cupping |
Κοίλωση (η) | cupping / groove / grooving |
κοινή αμερικάνικη ποικιλία (η) | General American |
κοιλώμενος,-η,-ο | groove |
κοιλώμενος,-η,-ο | grooved |
κοίλωση (η) | grooving |
Κοινή (η) | koiné, koine |
κοινή (η) | Standard |
Κοινή αμερικανική αγγλική | Standard American English (SAE) |
κοινή | vernacular |