ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
κανόνας απαγόρευσης (ο) bleeding rule
κανόνας ανομοίωσης dissimilation rule
κανόνας ΑΚ (Άμεσης Κυριαρχίας) (ο) ID rule
κανόνας άμεσης κυριαρχίας (AK) (ο) immediate dominance (ID) rule
κανόνας ανύψωσης αντικειμένου (ο) object-raising
κανόνας ανύψωσης αντικειμένου (ο) object-raising rule
κανόνας αλληλοπάθειας reciprocation rule
κανόνας ruki (ο) ruki-rule
κανόνας ανύψωσης υποκειμένου (ο) subject-raising rule
κανόνας ανύψωσης τύπου (ο) type-raising rule