ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θεμελίωση (η) grounding
θαμιστικός,-ή,-ό habitual
θαμιστικό “be” (το) habitual “be”
θαμιστική άποψη (η) habitual aspect
θεωρία των πληροφοριών (η) information theory
θεσμική γλωσσολογία ή γλωσσολογία επαγγελμάτων (η) institutional linguistics
θεωρία της διαγλώσσας (η) interlanguage theory
θεωρία της προσκεκλημένης συναγωγής συμπερασμάτων (η) invited inferencing theory
θέμα (το) issue
θαμιστικός,-ή,-ό iterative