ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
θεμελίωση (η) | grounding |
θαμιστικός,-ή,-ό | habitual |
θαμιστικό “be” (το) | habitual “be” |
θαμιστική άποψη (η) | habitual aspect |
θεωρία των πληροφοριών (η) | information theory |
θεσμική γλωσσολογία ή γλωσσολογία επαγγελμάτων (η) | institutional linguistics |
θεωρία της διαγλώσσας (η) | interlanguage theory |
θεωρία της προσκεκλημένης συναγωγής συμπερασμάτων (η) | invited inferencing theory |
θέμα (το) | issue |
θαμιστικός,-ή,-ό | iterative |