ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εναλλακτής (ο) | alternant |
Εναλλαγή1 (η), αναπλήρωση (η) | alternation |
εναλλαγή κωδικών (η) | code switching |
εναλλαγή κωδικών (η) | code-switching |
εναλλαγή γλώσσας από το σπίτι στο σχολείο (η) | home-school language switch |
εναλλαγή (η) | permutation |
εναλλαγής | substitutional |
εναλλαγή αναφοράς (η) | switch reference |
Εναλλαγή αναφοράς (η) | switch reference |
Εναλλαγή2 (η) | switching |