ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εναντιωματικός,-ή,-ό | adversative |
εναντιωματική πρόταση (η) | adversative clause |
εναντιωματικός σύνδεσμος (ο) | adversative conjunct |
εναντιωματική παθητική (η) | adversative passive |
εναλλασσόμενοι τύποι δοκιμασίας (οι) | alternate forms |
εναλλασσόμενο στοιχείο απάντησης (το) | alternate response item |
εναλλασόμενος,-η,-ο | alternating |
εναντιωματική πρόταση | concessive clause |
εναλλαξιμότητα (η) | interchangeability |
εναλλάσσω | interleave |