ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εναντιωματικός,-ή,-ό adversative
εναντιωματική πρόταση (η) adversative clause
εναντιωματικός σύνδεσμος (ο) adversative conjunct
εναντιωματική παθητική (η) adversative passive
εναλλασσόμενοι τύποι δοκιμασίας (οι) alternate forms
εναλλασσόμενο στοιχείο απάντησης (το) alternate response item
εναλλασόμενος,-η,-ο alternating
εναντιωματική πρόταση concessive clause
εναλλαξιμότητα (η) interchangeability
εναλλάσσω interleave