ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
έμφαση emphasis
εμφατικός,-ή,ό emphatic
εμφατικό σύμφωνο emphatic consonant
εμφατική ξενικοποίηση (η) emphatic foreignization
Έμφυτη γλωσσική ικανότητα (η) Faculty of language
εμφύτευση (η)/έγχυση (η) injection
έμφυτος,-η,-ο innate
εμφυτότητα (η) innateness
Εμφυτότητα (η) innateness, nativism
εμφυτοκρατία (η) nativism