ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξωγλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) context
εξωγλωσσικός exoglossic
εξωγραμματικές ιδιωματικές φράσεις (οι) extragrammatical idioms
εξωγλωσσικός extralinguistic
εξωγλωσσικό περιβάλλον extralinguistic environment
εξωθέτω extrapose
εξωθέτηση extraposition
εξωθέτηση από την ΟΦ (η) extraposition from np
εξωθετικό it extrapositive it
εξωθετικό it extrapositive it