ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ερμηνεύω | construe |
ερμηνευτικός,-ή,-ό | interpretive |
Ερμηνευτικός-ή-ό | Interpretive/ interpretative |
έρρινος,-η,-ο / ρινικός-ή-ό | nasal |
έρρινος ήχος (ο) | nasal twang |
έρρινο φωνήεν (το) | nasal vowel |
ερρινοποίηση (η) | nasalisation |
ερρινοποιημένος,-η,-ο | nasalised |
ερρινότητα (η) | nasality |
ερρινοποίηση (η) | nasalization |