ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαυξητικός,-ή,-ό | augmentative |
επαυξητικό πρόσφυμα (το) | augmentative affix |
επέκταση (η) | broadening |
επαφή | contact |
επαφική αφομοίωση (η) | contact assimilation |
επαφική αφομοίωση (η) | contact assimilation |
επεισοδικός-ή-ό | episodic |
επεισοδιακή μνήμη (η) | episodic memory |
επέκταση (η) | extension |
επαφικός,-ή,-ό | phatic |