ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξωφορά exophora
εξωτερογένεια (η) exoterogeny
εξωτερικό όρισμα external argument
εξωτερικός αιτιακός παράγοντας (ο) external causal factors
εξωτερικοί παράγοντες (οι) external factors
εξωτερικός σάντι (o) external sandhi
εξωτερικοί σάντι external sandhi
εξωτερικός θ-ρόλος (ο) external theta role
εξωτερικό μέρος (το) outside matter
εξωτερικό περίγραμμα rim